ανενθουσίαστος

ανενθουσίαστος
-η, -ο
αυτός που δεν ενθουσιάζεται ή δεν ενθουσιάστηκε: Το ακροατήριο είχε απομείνει μάλλον ανενθουσίαστο από τη στομφώδη ομιλία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανενθουσίαστος — η, ο (Α ἀνενθουσίαστος, ον) όποιος δεν παρασύρεται από ενθουσιασμό, απαθής ή ψύχραιμος …   Dictionary of Greek

  • ἀνενθουσιάστως — ἀνενθουσίαστος unimpassioned adverbial ἀνενθουσίαστος unimpassioned masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνενθουσίαστον — ἀνενθουσίαστος unimpassioned masc/fem acc sg ἀνενθουσίαστος unimpassioned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνενθουσιάστοις — ἀνενθουσίαστος unimpassioned masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”